σκοπός

σκοπός
σκοπ-ός, (also , Od.22.396, Call.Del.66): ([etym.] σκέπτομαι):—
A one that watches, one that looks about or after things,

παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359

; γυναικῶν δμῳάων σ. ἐσσι, of a housekeeper, Od. l.c.: in Pi., of gods and kings, c. gen. loci, guardian, protector, Ὀλύμπου ς. O.1.54;

Δάλου 6.59

; Μαγνήτων ς., of Peleus, N.5.27;

τὸν ὑψόθεν σ., φύλακα βροτῶν A.Supp.381

(lyr.); also

σκοποὶ τῶν εἰρημένων S.Ant. 215

.
b one who watches or looks out to take advantage, Od.22.156; watchful, jealous master, S.Aj.945.
2 mostly, lookout-man, watcher, stationed in some high place ([etym.] σκοπιά) to overlook a country, esp. in war, Il.2.792, Od.16.365, X.Cyr.3.2.1, 4.1.1, etc.; hence

Ἠέλιον . . θεῶν σ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν h.Cer.62

: also, game-watcher, X.Cyr. 1.6.40.
3 spy, scout, Il.10.324, 526,561 (later κατάσκοπος)

σ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα A.Th.36

, cf. E.Tr.956; of a messenger who has been sent to learn tidings, S.OC35, cf. Ph.125;

σκοπός, ναῶν κατόπτας E.Rh.557

(lyr.).
II mark or object on which one fixes the eye,

σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴ κε τύχωμι Od.22.6

; ἀπὸ σκοποῦ away from the mark, 11.344; ἀπὸ σ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι, Pl.Tht.179c, X.Smp.2.10;

παρὰ σκοπόν Pi.O.13.94

; σκοπῷ ἐπέχειν τόξον to aim at it, ib.2.89;

σκοποῦ ἄντα τυχεῖν Id.N.6.27

;

ἔκυρσας ὥστε τοξότης . . σκοποῦ A.Ag.628

;

ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant.1033

;

ἄθλιον σκοπὸν ἐμοὶ ἀκοντίσας Antipho 3.3.6

;

ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν X.Cyr.1.6.29

;

παραλλάξαι τοῦ σ. καὶ ἁμαρτεῖν Pl.Tht. 194a

;

ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ Id.Lg.744a

.
2 metaph., aim, end, object,

οὗτος . . δοκεῖ ὁ σ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν Id.Grg.507d

;

τὴν ἡδονὴν σ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι Id.Phlb.60a

;

στοχάζεσθαι σκοποῦ Id.R.519c

;

σ. τυραννικὸς τὸ ἡδύ Arist.Pol.1311a4

, etc.; σκοπός . . nihil praebere 'his little game' is to make no allowance,
Cic.Att. 15.29.2, cf. Arg. 11 Ar.Eq.
b Medic., of healing, ἐπὶ τῷ πρώτῳ ς. by first intention (i.e. direct union), κατὰ δεύτερον ς. by second intention (i.e. granulation or scar tissue), Gal.1.387, cf. 10.162.
3 contest in shooting at a mark, σ. ἱππέων, πεζῶν, IG9(2).527.16,18 ([place name] Larissa).
III name of a dance, Eup.446.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοπός — one that watches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — ο 1. το σημείο που σκοπεύει κάποιος, στόχος. 2. ό,τι σκοπεύει κάποιος να κάνει, πρόθεση: Εκπλήρωσε τους σκοπούς της η επανάσταση. – Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 3. φρουρός: Εξόντωσαν τους σκοπούς και έπιασαν τους εχθρούς στον ύπνο. 4. μελωδία:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέος Σκοπός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (13 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • σκοποῖν — σκοπός one that watches masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοποί — σκοπός one that watches masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπούς — σκοπός one that watches masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”